- συμφώνων
- σύμφωνοςagreeing in soundmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφωνῶν — συμφωνέω sound together pres part act masc nom sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφώνων — συμφώνων , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… … Dictionary of Greek
List of works by Lucian — A list of works by Lucian of Samosata (c. AD 125 – after AD 180), who wrote in Ancient Greek. The order of the works is that of the Oxford Classical Texts edition. The English titles are taken from Loeb (alternative translations are sometimes… … Wikipedia
Liste der Werke von Lukian von Samosata — Die folgende Liste zählt alphabetisch nach der grammatischen Ordnung der deutschen Titel die überlieferten Werke des Lukian von Samosata auf. Der deutsche Titel folgt soweit möglich der Übersetzung von Christoph Martin Wieland. Zu den für die… … Deutsch Wikipedia
Όθρυς — Όρος (1.726 μ.) της Ανατολικής Στερεάς που τη χωρίζει από τη Θεσσαλία. Εκτείνεται με μορφή οροσειράς κατά μήκος κυρίως των ορίων του νομού Φθιώτιδος με τον νομό Μαγνησίας αποτελώντας τον υδροκρίτη τους. Η κατεύθυνση της είναι από τα Δ προς τα Α.… … Dictionary of Greek
Μαγούλιοι — Μαγούλιοι, οἱ (Μ) Μογγόλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γουλάμιος (< αραβ. ghulam), με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ή < Μογγόλοι με παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ουσ. μάγουλο] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
αδρεφός — αδρεφή κ.λπ. βλ. αδελφός, αδελφή κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδερφός με μετάθεση συμφώνων] … Dictionary of Greek
αλιφασκιά — η η αλισφακιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά με μετάθεση συμφώνων] … Dictionary of Greek